μελισσοθέμι

μελισσοθέμι
το
το μελισσολόι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • -θέμι — νεοελλ. β συνθετικό λέξεων που λειτουργεί πλέον ως επίθημα που δηλώνει ότι το πρώτο συνθετικό τής λέξης βρίσκεται σε μεγάλη αφθονία («κοριτσοθέμι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. αρχ. θέμιον (< θέμα < τίθημι), πρβλ. εν θέμιον. Εξελίχθηκε σε επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • γυναικοθέμι — το πλήθος γυναικών, γυναικομάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυναίκα + θέμι* (πρβλ. μελισσοθέμι, παιδοθέμι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”